Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 
Οι κατά καιρούς διάφορες εντελώς αψυχολόγητες, αντιχριστιανικές και αντορθόδοξες, εν πολλοίς, ενέργειες και πράξεις Ταγών της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, στα εκκλησιαστικά μας δρώμενα και εκείθεν, φέρνουν στην επικαιρότητα τον Επίσκοπο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, ο οποίος, πολλάκις, εξ αιτίας των, ως μη όφειλε, αυθαιρεσιών του, σε βάρος των Θείων και Ιερών Κανόνων, του Νομοκανονικού Δικαίου, και της Ιεράς Παραδόσεως, διέρχεται σοβαρή κρίση, και κλείνει προς τελείαν απαξίωση, κυρίως δε λόγω της αντικανονικής αλόγιστης εκλογής και χειροτονίας προσώπων, που εισέρχονται «ουχί δια της πύλης, αλλά αναβαίνοντες αλλαχόθεν, εις την αυλήν των προβάτων... πονηροί άνθρωποι και γόητες... πλανώντες και πλανώμενοι». (Ιωάν. 10, 1-5 Β' Τιμ. 3, 13. Καν. 4ος Κυρ. Αλεξ. Καν. 12 Συν. Λαοδικείας. Πρβλ. Καν. 89 Μ. Βασιλείου).

Την πτώση της ιερότητας και το ύψος του Επισκοπικού αξιώματος το προέβλεψαν, εδώ και αιώνες, οι άγιοι Απόστολοι και οι Θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας και προσπάθησαν να αναστρέψουν την απαξίωσή του, με διαχρονικούς Αποστολικούς, Συνοδικούς και Πατερικούς Θείους και Ιερούς Κανόνες. Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι η αυστηρή εντολή των Αγ. Αποστόλων προς τους Επισκόπους της Εκκλησίας, και η αγωνία και φόβοι του Μεγάλου Βασιλείου: «Ταύτα και περί κανόνων υμίν διατετάχθω παρ' ημών, ω επίσκοποι. Υμείς δε εμμένοντες μεν αυτοίς σωθήσεσθε και ειρήνην έξετε, απειθούντες δε κολασθήσεσθε και πόλεμον μετ' αλλήλων αϊδιον έξετε, δίκην της ανηκοΐας την προσήκουσαν τιν(ν)ύντες. Πάνυ με λυπεί, ότι επιλελοίπασι λοιπόν οι των Πατέρων κανόνες, και πάσα ακρίβεια των εκκλησιών απελήλαται, και φοβούμαι μη κατά μικρόν της αδιαφορίας ταύτης οδώ προϊούσης, εις παντελή σύγχυσιν έλθη τα της εκκλησίας πράγματα». («ΒΕΠΕΣ», τομ. Β' σελ. 180 - Καν. 89ος Μεγ. Βασιλείου, πρβλ. Καν. 8ο Α' Οικ. Συν.).

Δυστυχώς, οι Επίσκοποί μας σήμερα της Εκκλησίας μας, όλως αντιχριστιανικά και αντορθόδοξα, έχουν συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό τους, με αποτέλεσμα, ως μη όφειλε, να εμφανίζονται και να θεωρούνται, «ως άλλοι θεοί επί της γης (;)». Τούτο οφείλεται τόσο στον επιδεικνυόμενο άκρατο ραγιαδισμό και δουλικότητα του έγγαμου Εφημεριακού Κλήρου, όσο και στην εφάμαρτη υπερβολική ανοχή ή και ένοχη σιωπή των πιστών. Ετσι, λόγω του ότι οι Επίσκοποι εκτρέπονται σε χονδροειδείς οφθλαμοφανείς αυθαιρεσίας, και πολλάκις σε αντιχριστιανικές ενέργειες ολκής, οι πιστοί επιδεικνύουν, απέναντί τους, χαρακτηριστική αδιαφορία και, εν πολλοίς, εμφανή απέχθεια. Χαρακτηριστικά εν προκειμένω, είναι τα καυστικά σχόλια του Ορθόδοξου Θεολόγου και Πανεπιστημιακού Καθηγητού, κ. ΜΕΓΑ Λ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, ότι οι Δεσποτάδες μας συγκαταλέγονται στα «μόνα εκείνα «ΖΩΑ» στον κόσμο, που έχουν την δύναμη και την εξουσία να αδικούν, χωρίς να λογοδοτούν σε κανέναν, λόγω ασύλου». (ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ, σελ. 101, ΑΘΗΝΑΙ 1998).

Για να βάλουμε, λοιπόν, τα πράγματα στην ΟΡΘΟΔΟΞΗ θέση τους, όπως ακριβώς απαιτείται να είναι ο Επίσκοπος στον άγιο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, γιατί το πράγμα έχει παραγίνει, και τούτο αποβαίνει σε βάρος του Τιμίου Πρεσβυτερίου, και του πιστού λαού του Θεού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και την Εκκλησία Εκείνου, η οποία, για να στηρίξει την ιερότητα της αποστολής Της στον κόσμο, απαιτεί το Ιερατείον Της, να είναι κατά πάντα ακέραιον, «και μαρτυρίαν καλήν έχειν από των έξωθεν...», (Α' Τιμ. 3, 1-7). Ο Επίσκοπος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, λοιπόν, κατά την Εκκλησιαστική ορολογία, είναι το μάτι εκείνο, που διαρκώς επισκοπεί και εποπτεύει την χριστιανική κοινότητα της Επαρχίας του, για την οποία έχει χειροτονηθεί και τοποθετηθεί, και οφείλει του λοιπού να φροντίζει, αγρύπνως, για τις πνευματικές και βιωτικές του ανάγκες. (Καν. 19ος Συν. Πενθέκτης).

Είναι διάδοχος των Αγίων Αποστόλων ο Επίσκοπος, χωρίς όμως να κληρονομεί και την Οικουμενικότητά τους. Την Οικουμενικότητα την κατέχει μόνον Η Εκκλησία, η οποία εκφράζεται σε Οικουμενική Σύνοδο των Επισκόπων. Ειδικά ο Επίσκοπος είναι ένας Ιερωμένος που με το Διακόνημά του επισκοπεί σε μια συγκεκριμένη επαρχία. (Καν. 8ος Α' Οικ. Συνόδου). Ο Επίσκοπος δεν έχει να μας παρουσιάσει νέες αποκαλύψεις. Αναγκαστικά μαρτυρεί την Αποκάλυψη του Χριστού βασιζόμενος, λίαν αυστηρώς, στην έγγραφη Αποστολική μαρτυρία. Η αυθεντία του Επισκόπου πηγάζει από τον Χριστό, όμως, δεν εκπροσωπεί ούτε και αντικαθιστά τον Χριστό. Ο Χριστός είναι ο Κύριος, και είναι κοντά μας παρών, αοράτως, «πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν» (Ματθ. 28,20). 

Λοιπόν ο Επίσκοπος, και απόντος του Επισκόπου, ο Πρεσβύτερος εκφράζουν «ορατώς εν τόπω και χρόνω» τον Ιησού Χριστό, όταν λειτουργούν, και έτσι αποτελούν σύμβολο ενότητας των πιστών, διότι «χωρίς τούτων, (Επισκόπων, Πρεσβυτέρων και Διακόνων), Εκκλησία ου καλείται», (Ιγνάτιος προς Τραλλιανούς). Δεν είναι αυτοδύναμος, ο Επίσκοπος, (όπως ο Μάγος), διότι Τελετάρχης είναι πάντα ο Χριστός, «λάβετε φάγετε, τούτο μου εστι το σώμα» και σώζει δια των προσώπων (= Επισκόπων, Πρεσβυτέρων και Ηγουμένων), δηλαδή, των Ηγητόρων της κοσμικής Εκκλησίας, και των Ιερών Μονών. (Καν. 19ος Ζ' Οικ. Συν. πρβλ. Καν. 19 ΣΤ' Οικ. Συν.).

Ο Επίσκοπος αποκαλείται, και είναι, ο ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ της Εκκλησίας, και όχι Τούρκος Δεσπότης της Εκκλησίας. Δηλαδή, ο Επίσκοπος της Εκκλησίας προίσταται του Πρεσβυτέρου κατά την τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, και όλων των άλλων Μυστηρίων, και Ιεροπραξιών της Εκκλησίας. Τούτο σημαίνει, ότι χωρίς τον Πρεσβύτερο της Εκκλησίας δίπλα του συλειτουργούντα, ο Ιερουργών ή Ιεροπρακτών Επίσκοπος, δεν μπορεί να δείξει στους πιστούς το Αξίωμα, Διακόνημά του, την Αρχιερωσύνη του, διό και απόντος του έγγαμου Πρεσβυτέρου από δίπλα του, ο Επίσκοπος Ιερουργεί ως Πρεσβύτερος της Εκκλησίας.

Και προσέτι, χωρίς τον έγγαμο Πρεσβύτερο δίπλα του ο Επίσκοπος, δεν μπορεί να ασκήσει την Διοικητική, ούτε και την Δικαστική του Εξουσία σε Κανονικά παραπτώματα «που συνεπάγοντας Κανονική Ποινή» (ν. 5383/32 αρθρ. 100, παρ. 1). Συνεπώς, ο Επίσκοπος, «υπόκειται» στο να εκφράσει «εαυτόν εις το πλήθος», στην ενεργό παρουσία του. Υπόκει-ται στην παρουσία του έγγαμου Εφημερίου δίπλα του συλλειτουργούντα. Να γίνει λοιπόν γνωστό στο έγγαμο Τίμιο Πρεσβυτέριο και στον πιστό λαό, ότι η Ιεροσύνη είναι ΜΙΑ. Δεν είναι πολλές. Δεν υπάρχουν Υπαλληλίες στην Εκκλησία του Χριστού, αλλά ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΔΙΑΚΟΝΗΜΑΤΑ, διο και ο Επίσκοπος υπερέχει του Πρεσβυτέρου μόνον «κατά την Χειροτονία - Διακόνημα». Αλλά και πάλι δεν είναι αυτόνομος ο Επίσκοπος. Στην οποιαδήποτε ενεργό παρουσία του στην εκκλησία, για να δείξει το Διακόνημά του, υπόκειται στην ενεργό παρουσία του έγγαμου Ιερέα δίπλα του συλλειτουργούντα. Δεν είναι δυνατόν, εν προκειμένω, να γίνει λόγος για τους Ιερομονάχους – ψευτοαρχιμανδρίτες, γιατί όλοι αυτοί, δεν έχουν καμία απολύτως επίσημη ενεργό θέση στον κόσμο, «είναι νεκροί για τον κόσμο», (Καν. 4ος Δ' Οικ. Συν. ΠΗΔΑΛΙΟΝ Σχόλιον 2 σελ. 188 πρβλ. Καν. 6ο ΠρωτοΔευτέρας Συν.). 

Δυστυχώς, σήμερα όπου εμφανίζεται ο Επίσκοπος, ως Ιερουργός, γίνεται «θέαμα» και με την όλη εμφάνιση και υπεροπτική συμπεριφορά του, ιδίως εντός του Ιερού Ναού, σκανδαλίζει πολλαπλώς τους πιστούς και εκείθεν, διότι με την εν γένει «βλα-κώδη» λαμπρά ενδυμασία του, (Καν. 16ος Ζ' Οικ. Συν.), εμφανίζεται «ως Ινδιάνος Μάγος». Θα πρέπει λοιπόν να φύγουν πάνω από τον Επίσκοπο όλες αυτές, οι τελείως άσχετες και ξένες με την αποστολή του «Βλακώδεις» εξειδεικεύσεις της λαμπράς ενδυμασίας και παρουσίας του (Καν. 16ος Ζ' Οικ. Συν.), οι οποίες δεν έχουν καμίαν απολύτως σχέση με την τέλεση του Θεοσύστατου Μυστηρίου των Μυστηρίων, της Θείας Ευχαριστίας, του ιδίου του Κυρίου Ιησού Χριστού ορίζοντος ρητά και κατηγορηματικά: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». Δηλαδή, όπως ακριβώς Εκείνος το έπραξε με την προσωπική του απλότητα, την εμφάνισή Του, και την όλη απλή ετοιμασία του Δείπνου (Λουκ. 22,19).

Αν δεν προσεχτεί τούτο, και δεν τοποθετηθεί ο Επίσκοπος στην Εκκλησία, όπως προβλέπουν: Γραφή, Ιερή Παράδοση και οι Θεοί και Ιεροί Κανόνες, τότε τελικά η πίστη μας θα καταντήσει «ΜΑΓΙΚΗ». Και εντέλλεται, αυτήν ακριβώς, την απλότητα τέλεσης του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας ο Κύριος, διαχρονικά, στους μαθητές Του, για να τον ενθυμούνται. Δηλαδή, με το «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» του Κυρίου προς τους Μαθητές του, και κείθεν, αυτό ακριβώς ζητεί, την πίστη τους στην απλότητα της Θεανθρωπότητάς του, ενθυμούμενοι δηλαδή αυτοί και οι μετ' αυτούς, τα αγαθά της παρατεινόμενης εις τους αιώνας Σταύρωσής Του και την Ανάστασή Του. 

Αυτή η απλότητα και τάξη που ζητείται από την Αγία Γραφή, το «πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω», (Α' Κορ. 14,40) και όχι με όλους αυτούς τους σημερινούς απαράδεκτους και ανόητους «ταρτουφισμούς» και τους λίαν εξεζητημένους και απαράδεκτους Βυζαντινισμούς, με τα παράσημά τους και την πανοπλία τους. Με όλο αυτό το βάρος της κοσμικότητάς τους. Όμως «τα Εκκλησιαστικά Λειτουργήματα δεν έχουν την έννοιαν της κατοχής και της επαναπαύσεως και απολαύσεως των κεκτημένων, όπως τα έχουν εκλάβει ένιοι Επίσκοποι, αλλά της αδιαλείπτου αποστολής» (Μέγας Λ. Φαράντος, Φιλοσοφία του ΑΝΩ - ΚΑΤΩ», σελ. 211 και 223).

Το δυσανάλογο εν προκειμένω είναι τούτο, ότι με όλη αυτή τη, «δίκην Ινδιάνου Μάγου» εμφάνισή του ο Επίσκοπος, και την όλη εγωϊστική συμπεριφορά του, αλλά και με την επιδίωξή του, για να φανεί, το αποτολμά τη στιγμή που παρίσταται ο ίδιος ο Κύριος δίπλα του, γιατί Αυτός είναι: «Ο Τελετουργός. Ο θύτης και το θύμα. Ο μελίζων και μελιζόμενος, και ο διδόμενος». Και προσπαθεί ο Επίσκοπος, να προβάλλει το ανάστημά του, ο αθεόφοβος, τη φοβερή στιγμή που είναι παρών Εκείνος, τον Οποίον, εννοείται ότι πιστεύει πως απλώς και μόνον τον εκφράζει όταν βεβαίως Ιερουργεί, του Κυρίου προς τούτο διαβεβαιούντος, «και ιδού εγώ μεθ' υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος». (Ματθ. 28,20).

Υπάρχει στη Γραφή η υπεροχή ενός προεξάρχοντος υπέρ των άλλων, λόγω αξιώματος, επειδή σημασία έχει, και τούτο μας ενδιαφέρει, η τάξη και η πράξη της χειροτονίας σαν χάρισμα, και όχι ακριβώς η ορολογία. Ο Επίσκοπος είναι υπηρέτης Χριστού και διάκονος Θεού, όπως ακριβώς και ο έγγαμος Πρεσβύτερος και ο Διάκονος (Εφεσ. 6,21 - Κολ. 4-17). Είναι σύνδουλος ο Επίσκοπος, συμπρεσβύτερος, προεστώς Πρεσβύτερος, δούλος και διάκονος Χριστού, αδελφός και πατέρας, όπως και όλοι οι Ιερωμένοι. 

Είναι ανώτερος και προεξάρχει, χάριν του αξιώματος, επειδή ο Επίσκοπος με την χειροτονία του «έχει παν το πλήρωμα της Ιερωσύνης εν τη ολότητι αυτής». Κυρίως ο Επίσκοπος έχει ουσιαστική υπεροχή έναντι των λαϊκών, οι οποίοι οφείλουν να αναγνωρίζουν αυτήν την υπεροχήν του και να υποτάσσονται στο αξιώμα του Επισκόπου, και όχι στην αυθαιρεσία του, γιατί όταν ο Επίσκοπος αυτονομείται και αυθαιρετεί έναντι του Πρεσβυτέρου, και εκείθεν του Πρεσβυτέρου, εκπίπτει της αποστολής του. Ο Επίσκοπος είναι λειτουργικόν όργανον.

Διακονεί μέσα στην Εκκλησία του Χριστού. Είναι συμμαθητής και συνδιδασκαλίτης (Ιγνάτιος προς Εφεσίους). Δεν είναι κεχωρισμένος από τον Κλήρο ο Επίσκοπος, αλλά συνενωμένος «ως χορδαί Κιθάρας» (Ιγνάτιος προς Τραλλιανούς). Ο ιερός Χρυσόστομος συγκρίνοντας τον Επίσκοπο με τον έγγαμο Πρεσβύτερο δηλώνει ρητά και κατηγορηματικά: «Ου πολύ το μέσον αυτών (=των Πρεσβυτέρων) και των Επισκόπων.  Και γαρ και αυτοί διδασκαλίαν εισιν αναδεδειγμένοι και προστασίαν της Εκκλησίας, και α περί Εκκλησιών είπε, ταύτα και Πρεσβυτέροις αρμόττει. Τη γαρ χειροτονία μόνη υπερβεβήκασι και τούτο δοκούσι πλεονεκτείν τους Πρεσβυτέρους. Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, αμελών του Κλήρου, ή του λαού, και μη παιδεύων αυτούς εις ευσέβειαν, αφοριζέσθω, επιμένων δε τη αμελεία και ραθυμία, καθαιρείσθω». (Χρυσόστομος: Ομιλ. Α' Τιμόθεον πρβλ. Καν. 58 Αγ. Αποστόλων).

Πρεσβύτερος ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ
Ορθόδοξος Θεολόγος - Εκκ/κός Συνήγορος
Επ/μος πρ/δρος Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου