Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Προς παραθεολογούντας τρίτη επιστολή

«Μη έλεγχε κακούς, ίνα μη μισήσωσί σε, έλεγχε σοφόν, και αγαπήσει σε... ο αγαπών παιδείαν (=ηθικήν εκπαίδευσιν), αγαπά αίσθησιν (= την πραγματικήν γνώσιν), ο δε μισών ελέγχους άφρων «είναι μωρός, ανόητος». Παροιμίαι 9,8 & 12,1

Με επιφύλαξη λοιπόν, κατά τον λόγον της Βίβλου, η παρούσα απαντητική μου επιστολή στην από 15-3-11 ανακοίνωση - απάντηση της Ιεράς Μητροπόλεως σε εμπεριστατωμένη Νομο/Κανονολογία μου επί θεμάτων Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, δικαίωμα που έχω, ως εξ επαγγέλματος εκκλησιαστικός συνήγορος στα Επισκοπικά και Συνοδικά Δικαστήρια. Με την ανακοίνωση της αυτή, που βρίθει ενσυνείδητα αναληθειών ολκής, για τις οποίες ντρέπομαι για λογαριασμό της, η Ιερά Μητρόπολη άνοιξε, με απύθμενο και διαβολεμένο θράσος, τον ανεμιστήρα λάσπης και αδιάντροπα την πετά αδιάκριτα στους δίπλα της.

Περαιτέρω: Κατηγορούμαι, ψευδέστατα, άτι αυτοτιτλοφορούμαι: α) «Ως εκκλησιαστικός συνήγορος, που δεν απηχεί ούτε την πραγματικότητα ούτε και αναγνωρίζεται από κάποιο φορέα». Δεν θα μακρηγορήσω, θα περάσω αμέσως στην αποστομωτική απάντηση. Ο εν ισχύει Ν.5383/32 «περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας», εν άρθρω 119 αναφέρει ρητά και κατηγορηματικά, όσον αφορά την εξ επαγγέλματος άσκηση του λειτουργήματος του εκκλησιαστικού συνηγόρου: «Ο κατηγορούμενος δύναται να παραστή μετά συνηγόρου κληρικού. Εάν ο κατηγορούμενος δεν έχη συνήγορον, δύναται να απαίτηση όπως διορισθή αυτώ εξ επαγγέλματος συνήγορος κληρικός». Συνεπώς ο τίτλος του «εκκλησιαστικού συνηγόρου» που φέρω δεν είναι ψευδής, αλλά νόμιμος και αληθής και είναι νομοθετημένος. Ενα το κρατούμενον.

β) Ο νόμιμος εκκλησιαστικός συνήγορος, γνώστης του Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου (=νομο/Κανονονολόγος), είναι ο σημαντικότερος παράγων στην εκκλησιαστική δίκη, αφού δεν μπορεί να γίνει δίκη χωρίς εκκλησιαστικό συνήγορο, και ακωλύτως δικαιούται να συντάσσει νομο/Κανονολογίες και να υποβάλλει προτάσεις, ενστάσεις, εξαιρέσεις, ανακοπές, στις διάφορες φάσεις των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, και προσωπικώς αυτό το πράττω άνευ ουδενός κωλύματος, επί τριάκοντα και πλέον έτη, γεγονός που σημαίνει ότι ο εκκλησιαστικός συνήγορος αναγνωρίζεται όχι μόνον νομικά, αλλά και από τον θεσμό των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Δύο τα κρατούμενα,

γ) Τον τίτλο του «επιτίμου προέδρου ΙΣΚΕ» μου τον απέδωσε η Γενική Συνέλευση του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος (ΙΣΚΕ). Διετέλεσα επί δέκα και πλέον έτη πρόεδρος του ΙΣΚΕ. Συνεπώς και ο τίτλος αυτός είναι νόμιμος και αληθινός. Τρία τα κρατούμενα.

δ) Ο εν αληθεία έλεγχος ποτέ δεν προκαλεί, αλλά καλεί σε μετάνοια και ελευθερία τον πιστό από τα σφάλματα του, «γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν 8,32), και προσωπικώς, δικαιωματικά αναφέρθηκα, χωρίς να γίνομαι συγκεκριμένος, στην νομο/Κανονική αλήθεια της 1-3-11 και 13—3-11 μητροπολιτικής ανακοίνωσης, «ουκ έσομαι άφρων, αλήθειαν γαρ ερώ» (2 Κορ. 12,6). Οι εν αληθεία έλεγχοι απώτερο σκοπό έχουν να σώζουν, διό και, κατά την Βίβλο, αυτόν που δεν δέχεται ελέγχους τον χαρακτηρίζει μωρόν και ανόητον, «ο αγαπών παιδείαν, αγαπά αίσθησιν, ο δε μισών ελέγχους άφρων» (Παροιμΐαι 12,1). Τέσσερα τα κρατούμενα,

ε) Ο τίτλος μου «ορθόδοξος θεολόγος» με εκφράζει απόλυτα, γιατί αγωνίζομαι μια ζωή, εμπράκτως, για την Γράφο/Νομο/Κανονική τάξη, ήτοι, για την Ορθοδοξία - Ορθοπραξία, διό και λίαν ευθαρσώς δηλώνω ότι είμαι ορθόδοξος θεολόγος και προκαλώ να πράξουν τούτο, αν μπορούν, και άλλοι μεγαλόσχημοι ιερωμένοι, για να τους ρωτήσω με τη σειρά μου, τι έχουν κάνει μέχρι σήμερα και κάνουν για την γλυκιά μας Ορθοδοξία - Ορθοπραξία, όταν υπάρχουν δίπλα μας πονηροί ιερωμένοι, που καταδιώκουν και βασανίζουν τους ευσεβείς; «Πονηροί δε άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι…πόρνοις, αρσενοκοίταις, ανδραποδισταίς, ψεύσταις, επιόρκοις, και ει τι έτερον τη ηγιαινούση διδασκαλία αντίκειται». (2 Τιμ. 3,13 & 1 Τιμ. 1,10). Πέντε τα κρατούμενα.

στ) 1) Είμαι μια ζωή «αυτοκέφαλος» και παραμένω τοιούτος στις ενέργειές μου. Δεν υπήρξα ποτέ «ετεροκίνητος». Συνεπώς, δεν χρειάζομαι «κολαούζους» δίπλα μου, έστω και αν αυτοί είναι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι. Άλλωστε δεν γνωρίζω και δεν συνδέομαι στενά με κανέναν συνταξιούχο ή εν ενεργεία πανεπιστημιακό δάσκαλο από τη Μεσσηνία. Εξι τα κρατούμενα.

2) Οσον αφορά την υπόθεση της Γυναικείας Ιεράς Μονής της Καλαμάτας (που υπαινίσσεται η «άδικος και διεστραμμένη» (πρβλ. Παροιμίαι 8,8) Μητροπολιτική Ανακοίνωση) προσωπικώς και πάλιν έπραξα το καθήκον μου από Νομό/Κανονικής και μόνον επόψεως, με απώτερο πάντα σκοπό να βοηθήσω, χωρίς τούτο να μου ζητηθεί, και το πράττω αυτό πάντοτε όταν θα διαπιστώσω Γραφο/Νομο/Κανονική παράβαση από οπουδήποτε και αν προέρχεται, είτε από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας είτε από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο είτε από τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια είτε και από οποιαδήποτε Ιερά Μητρόπολη. Επτά τα κρατούμενα.

ζ) Και το τραγελαφικόν της υπόθεσης. Απειλούμαι με το σοβαρό Κανονικό παράπτωμα της «Εισπήδησης». Μα το Κανονικό αυτό παράπτωμα δεν αφορά τον πρεσβύτερο της εκκλησίας, αλλά αποκλειστικά και μόνον τον επίσκοπο εκείνο της εκκλησίας, που θα αποτολμήσει να «εισπηδήσει» σε άλλη Επισκοπή και θα προβεί σε χειροτονίες και ιεροπραξίες: «Μηδένα επίσκοπον τολμάν αφ’ ετέρας επαρχίας εις ετέραν μεταβαίνειν, και χειροτονείν εν εκκλησία τινάς εις προσαγωγήν λειτουργείας, μηδέ ει συνεπάγοιτο εαυτώ ετέρους, ει μη προσκληθείς αφίκοιτο διά γραμμάτων του τε μητροπολίτου και των συν αυτώ επισκόπων, ων εις την χώραν παρέρχοιτο... » (13ος Καν. Αντιοχείας). Η «Εισπήδηση» επομένως εμένα προσωπικά, και για άλλους λόγους, δεν με αγγίζει ποσώς. Οκτώ τα κρατούμενα, και για τα πάρα πέρα «οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα». Από τη μεριά μου θα συνεχίσω μέχρι να εκδημήσω προς τον Κύριό μου, να είμαι έτοιμος, ώστε να καταγράφω και να στηλιτεύω τα διάφορα Γραφο/Νομο/Κανονικά ατοπήματα, αλλά και να δίνω λόγον «παντί τω αιτούντι», και το θεάρεστον αυτό έργο μου δε μπορεί κανένας να μου το στερήσει, γιατί η πραγματική αλήθεια και «ο λόγος του Θεού ου δέδεται» (1 Πετρ. 3,15 & 2 Τιμ, 2,9). Για τα πάρα πέρα το λόγο έχει το αναγνωστικό κοινό και ας βγάλει τα συμπεράσματά του, με την εκ μέρους μου ρητή και κατηγορηματική διαβεβαίωσή τους ότι, «μετά δικαιοσύνης πάντα τα ρήματα του στόματος μου, ουδέν εν αυτοίς σκολιόν (= άδικον) ουδέ στραγγαλιώδες (=διεστραμμένον), ουκ έσομαι άφρων (= μωρός, ανόητος ), την αλήθειαν γαρ ερώ». (Παρ. 8,8 & 2 Κορ 12,6).

Πρεσβύτερος ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ

Ορθόδοξoς Θεολόγος – Εκκλ/κός Συνήγορος

Επ/μος πρ/δρος Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος

Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 20/3/2011

ΑΝΑΡΜΟΔΙΑ Η ΔΙΑΡΚΗΣ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΡΙΣΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΩΝ, ΓΡΑΦΙΚΩΝ, ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΛΟΓΙΩΝ

«Δεύτερον του έτους Σύνοδος γινέσθω

των επισκόπων και ανακρινέτωσαν

αλλήλως τα δόγματα της ευσεβείας

και τας εμπιπτούσας εκκλησιαστικάς

αντιλογίας διαλυέτωσαν... ».

(Καν. λζ' των Αγίων Αποστόλων).

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ:

1) Ο ως άνω Θείος και Ιερός Κανόνας των αγ. Αποστόλων, καθώς και πλειάδας άλλων των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, εντέλλονται προς τους Επισκόπους κάθε Επαρχίας (=Αυτοκέφαλης Εκκλησίας σήμερα), να συγκροτούν, δυο φορές το χρόνο, (ανά εξάμηνον (;), Συνόδους, «εφ ώ πάσαν αμφιβολίαν περί τε Δογμάτων, και γραφικών ζητημάτων, και εκκλησιαστικών υποθέσεων λύεσθαι, και μέν τοι και διαφοράς έστιν προς αλλήλους, και δίκας και έριδας». («Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων » Γ, Ράλλη - Μ. Ποτλή, τόμ. ΣΤ', σελ. 446 — 449). Δηλαδή, τα Δογματικά και Γραφικά ζητήματα, και τα Εκκλησιαστικά θέματα, προσέτι δε και οι προσωπικές διαφορές, και οι δικαστικές υποθέσεις και έριδες, λύονται μόνον κατά τις δύο αυτές, ανά εξάμηνον. ετήσιες Συνόδους της αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Διαρκής Ιερά Σύνοδος (ΔΙΣ) δεν προβλέπεται από τους Θείους και Ιερούς Κανόνες. Ο τρόπος αυτός διοίκησης της Εκκλησίας μας της έχει επιβληθεί «επαναστατικώ δικαίω», και εάν δεν βρεθεί τελικά Η Κανονική λύση, (επαναφορά στην Επαρχιακή Εκκλησιαστική Διοίκηση (;). ο λίαν αντικανονικός αυτός θεσμός διοίκησης, διά της ΔΙΣ θα συνεχίσει να είναι η πέτρα σκανδάλου για την διοίκηση της Αυτοκέφαλης ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ Εκκλησίας μας, γιατί ουσιαστικά κυοφορεί και εκτρέφει, ως μη όφειλε, την αυθαιρεσία, τον αυταρχισμό, και τον άκρατο δεσποτισμό στον άγιο χώρο της Εκκλησίας Εκείνου, «ήν περιεποιήσατο δια του αίματος τον ιδίου» (Πράξ. 20,28).

2) Υπάρχει ο ν.5383/1932, ο οποίος προβλέπει την απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, αλλά μόνον «ως προς τα χρέη και τα καθήκοντα της επαγγελίας αυτών Επισκόπων, Πρεσβυτέρων και Μοναχών (=οι οποίοι Μοναχοί, εκτελούν στον κόσμο, εξ΄ ανάγκης. εφημεριακά καθήκοντα) (αρθρ. 1, και 143 - Καν. δ', Δ', Οικ. Συν.). Δηλαδή, ούτε και ο Νόμος αυτός δικαιούται να εκδικάζει, Δογματικά και Γραφικά ζητήματα, ούτε και εκκλησιαστικά θέματα, παρά μόνον τιμωρεί τα παραπτώματα, «ως προς τα χρέη και τα καθήκοντα της επαγγελίας αυτών Επισκόπων, Πρεσβυτέρων και Μοναχών», και τούτο για την διατήρηση και μόνον «της εκκλησιαστικής πειθαρχίας», (ενθ. αν).

3) Υπάρχει επίσης ο ν.590/1977 «Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος», όπου στο άρθρον 9 παρ. 1 & 2 περιγράφονται, λίαν σαφώς οι αρμοδιότητες της ΔΙΣ. Ούτε και ο νόμος αυτός επιτρέπει στην ΔΙΣ να εκδικάζει Δογματικά και Γραφικά θέματα, ούτε τις εκκλησιαστικές αντιλογίες και προσωπικές διαφορές.

4) Ύστερα από αυτά τα απαραχάρακτα Νομοκανονικά ντοκουμέντα, ότι δηλαδή, «πάσαν αμφιβολίαν περί τε Δογμάτων, και Γραφικών ζητημάτων, και Εκκλησιαστικών υποθέσεων λύεσθαι, και μεν τοι και διαφοράς έστιν ών προς αλλήλους, και Δίκας, και Έριδας », (ένθ' αν,), ΤΟΤΕ προβάλλονται αδυσώπητα Δογματικά, Εκκλησιολογικά και άλλα ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ, γύρω από την πολύκροτη υπόθεση Επισκόπου και την παράδοξη και αντικρουόμενη απόφαση της Ιεράς Συνόδου της 11/10/2010, με την οποίαν αθωώνει, κατηγορούμενο Επίσκοπο, αποδεδειγμένα, «επί αιρέσει», και σφόδρα φιλοπαπικό. Και χαρακτηρίζεται «παράδοξη και αντικρουόμενη» η εν λόγω απόφαση της Ιεράς Συνόδου, γιατί ενώ αθωώνει τον κατηγορούμενο Επίσκοπο «επί αιρέσει» από συνεπίσκοπό του, με την αστήρικτη δικαιολογία ότι δεν υπάρχει «ουδεμία εκκλησιολογική εκτροπή σε βάρος του!!», ταυτόχρονα, όμως, δίνοντας εύσημα στον κατήγορο του Επίσκοπο, ότι του αναγνωρίζει, «την ευαισθησία του για την τήρηση της ακριβείας της δογματικής διδασκαλίας», καθιστά τον ήδη αθωωθέντα Επίσκοπο ΕΝΟΧΟ της αποδιδόμενης κατηγορίας «επί αιρέσει». Δηλαδή, εδώ πρόκειται για το ανέκδοτο του Νοσρεντίν Χότζα, που όταν τον κάλεσαν να επιλύσει κάποια διαφορά, αθώωσε και τους δύο διαπληκτιζομένους, και σε παρέμβαση τρίτου που με απορία τον ερωτά, και τότε πιός έχει δίκαιο, του απαντά: «και σύ δίκιο έχεις!!».

Είναι δυνατόν να εκδίδονται τέτοια ακατανόητα

εκκλησιαστικά κείμενα, όπου παρατηρείται

η ανευθυνοφοβία, η προχειρότητα

και η άκρατη αυθαιρεσία (;)

Β) ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ:

ΛΟΙΠΟΝ: Ο αποδεδειγμένα κατηγορούμενος «επί αιρέσει» Επίσκοπος α)Αποδεδειγμένα παρέστη σε λειτουργία Ρωμαιοκαθολικών, συμπροσευχήθηκε με το Ιερατείο του αιρεσιάρχη Πάπα, και ανέχτηκε - αποδέχτηκε τα τελούμενα υπ' αυτού. Τούτο σημαίνει από Κανονική έποψη, καθαίρεση, επειδή όχι μόνο συμμετείχε και συμπροσευχήθηκε μόνον με αιρετικούς, αλλά και αποδέχτηκε - ανέχτηκε τα τελούμενα υπ' αυτών. Στις αντικανονικές αυτές ποδοπατήσεις οι Θείοι και ιεροί Κανόνες είναι αυστηροί και επιβάλλουν, άνευ ουδεμιάς αντιλογίας, αφορισμό και καθαίρεση. «Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος, αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω. εί δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς, ενεργείσαι τι, καθαιρείσθω ... ότι ου δει αιρετικών ευλογίας λαμβάνειν αίτινές εισιν αλογίαι μάλλον, ή ευλογίαι» (Καν. ME' Αγ. Αποστόλων — Καν. ΛΒ' Συν. Λαοδικείας).

β) Ο Επίσκοπος αυτός σε κατηγορηματικές δηλώσεις του, «γυμνή τη κεφαλή» αποφάνθηκε, ότι: «Η Εκκλησία μετά 1054 είναι πλέον διηρημένη». Τούτο σημαίνει ότι αρνείται το Σύμβολον της Ορθοδόξου Πίστεως της Εκκλησίας μας στο οποίο, σημειωτέον, ορκίστηκε, πριν τη χειροτονία του σε Αρχιερέα. Δηλαδή ο Επίσκοπος αυτός αρνείται την Αγία Γραφή και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων περί: «Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας». Το σοβαρότατο αυτό Δογματικό ολίσθημά του τον παραπέμπει στις «Κεφαλικές» συνέπειες των Θείων και Ιερών Κανόνων, όπου στον τολμητία τοιούτων κραυγαλέων αντορθοδόξων θέσεων, του δείχνουν την, με συνοπτικές διαδικασίες για να μην «κερδαίνει φυγοδικών», την έξοδό του από τον άγιο Ορθόδοξο χώρο της Εκκλησίας Εκείνου, δηλαδή, την καθαίρεσή του, «ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ών αυτοκατάκριτος», (Τιτ. 3,11, πρβλ. Καν. οδ' Απ/λων).

γ) Υπάρχουν και δημόσιες δηλώσεις και ενέργειες, του Επισκόπου αυτού, όπου εκφράζει τον υπέρμετρο σεβασμό και θαυμασμό του προς τον αιρεσιάρχη Πάπα και το έργο του, μάλιστα δε, όλως αυθαίρετα και παρά τις αντιδράσεις πιστών της Επισκοπής του, έχει παραχωρήσει στους Ρωμαιοκαθολικούς της Επαρχίας του, Ορθόδοξο Ναό, για την επίδειξη των κακοδοξιών τους, και βεβαίως για προσηλυτισμό, και μάλιστα με την Βούλα τώρα της Ιεράς Συνόδου!!

δ) Για τον Επίσκοπο αυτόν υπάρχουν επώνυμες καταγγελίες, από συνεπίσκοπό του, και από Ορθόδοξο Πανεπιστημιακό δάσκαλο, αλλά και πιστούς, όπου τον καταγγέλλουν «επί αιρέσει», και ότι πρέπει το συντομότερο δυνατόν να καθαιρεθεί, γιατί, οι ψυχοκτόνες αιρετικές του θέσεις, η εν γένει βιωτή και πολιτεία του, και η περαιτέρω παραμονή του, καταρρακώνουν, την διδασκαλία της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ διδασκαλίας, και κατασκανδαλίζει όχι μόνον τους πιστούς της Επαρχίας του και τους πανέλληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς, αλλά και τον ανά τον κόσμο Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Κατόπιν όλων αυτών των ως άνω εκτεθέντων αποδεικτικών Νομοκανονικών ντοκουμέντων σε βάρος, του «επί αιρέσει» κατηγορουμένου Επισκόπου ΕΡΩΤΑΤΑΙ:

α) Γιατί, αφού ο ογκωδέστατος φάκελλός του ήταν έτοιμος προ πολλού, δεν κρίθηκε από την μόνη αρμόδια ετήσια Σύνοδο της Ιεραρχίας, η οποία συνήλθε σε τακτική συνεδρίαση πριν από τέσσερες ημέρες και, σκοπίμως (;), άφησαν να κριθεί από την αναρμόδια Διαρκή Ιερά Σύνοδο;

β) Πού ακριβώς, και σε ποίους Θείους και Ιερούς Κανόνες, στηρίχτηκαν τα αναρμόδια εκείνα μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου που συγκρότησαν την αντικανονική και παράνομη ΔΙΣ, και ομόφωνα αποφάσισαν, «ετσιθελικά και ελαφρά τη συνειδήσει (;)!!», ότι σε βάρος του κατηγορουμένου «επί αιρέσει» Επισκόπου:«ουδεμία εκκλησιολογική παρεκτροπή υφίσταται»:

Όταν, ο κατηγορούμενος Επίσκοπος καταγγέλλεται επώνυμα από συνεπίσκοπό του, και από πλειάδα πιστών «επί αιρέσει» και ζητούν την καθαίρεση του;

Όταν αρνείται το Σύμβολο της Πίστεως μας και τις αποφάσεις, επ' αυτού, των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων;

Όταν έπαιξε θέατρο την ιερά εκείνη στιγμή, λίγο πριν τη χειροτονία του σε Επίσκοπο, όπου ορκιζόταν στο Σύμβολο αυτό της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ πίστεώς μας, απαγγέλλοντας μάλιστα τούτο με στεντόρεια φωνή ενώπιον Θεού, Κλήρου και λαού, ότι θα τηρεί απαρασάλευτα: Τα δόγματα,, τις αποφάσεις των Οικ. Συνόδων, τους Θείους και Ιερούς Κανόνες, την Ιερά Παράδοση, και την εν γένει ΟΡΘΟΔΟΞΗ διδασκαλία της Εκκλησίας μας;

Όταν από την χειροτονία του και μέχρι σήμερα, εκ των πραγμάτων φαίνεται, ότι ενώ πιστεύει ότι η Εκκλησία μας είναι διηρημένη, ενσυνείδητα πλέον, όταν λειτουργεί παίζει θέατρο, και εμπαίζει τα Θεία;

Όταν εκθειάζει τον αιρεσιάρχη Πάπα σε βάρος της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ Εκκλησίας, της ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ - ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑΣ, των Οικ. Συνόδων, των Θείων και Ιερών Κανόνων, και των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας;

Όταν... Όταν... Όταν... Όταν...

Όταν, λοιπόν, ο Επίσκοπος αυτός, είναι δράστης όλων αυτών και τόσων άλλων βέβηλων πράξεων, και όλα αυτά είναι γνωστά στα μέλη εκείνα της αναρμόδιας Συνόδου να τον κρίνει, τότε, αυτά τα μέλη της Συνόδου., τα επιλήσμονα της αποστολής τους χαρίστηκαν ενσυνείδητα στον κατηγορούμενο «επί αιρέσει» συνεπίσκοπό τους και ως εκ τούτου, αναντίρρητα και αποδεδειγμένα πλέον, ευρίσκονται υπό αυστηρότατη Κανονική επιτιμία. (Καν. ΙΕ' Συν. Καρθ/νης). Τώρα τον πάρα πέρα πρώτο λόγο επ' αυτού τον έχουν: Ο Επίσκοπος κατήγορος και η πλειάδα των Ορθοδόξων πιστών που τον κατηγορούν «επί αιρέσει» και που ήδη έχουν εκφραστεί για την «Κεφαλική» ενοχή του, και «μοναδικός φρουρός της πίστεώς μας πιστός λαός του Θεού.»,, ο οποίος οφείλει, πλέον, να αναλάβει τις ευθύνες του έναντι της, εμμέσως πλην σαφώς, εμφαινόμενης αποτείχισης της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ Πίστεώς μας. Η εντελώς απαράδεκτη αυτή απόφαση της αναρμόδιας Συνόδου, με την οποίαν αθωώνει τον αποδεδειγμένως αιρετικό αυτό Επίσκοπο ΠΑΣΧΕΙ από ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΗΝ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ και ο Επίσκοπος αυτός είναι ένοχος των αποδιδομένων και αποδεικνυομένων Δογματικών, Εκκλησιολογικών, Κανονικών και άλλων παραθεολογιών και αντορθόδοξων πράξεών του, όπερ σημαίνει ότι οδηγείται, με βεβαιότητα, σε καθαίρεση. Αλλά προσέτι σημαίνει, εμμέσως πλην σαφώς, και την κάθαρση της Εκκλησίας Εκείνου που δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίνη», από όλα εκείνα τα μιάσματα εντός της Εκκλησίας Του, ήτοι, τους πονηρούς, τους γόητες που προκύπτουν επί το χείρον πλανώντες και πλανώμενοι, τους κλέφτες, τους ληστές και τους λωποδύτες, που μπήκαν στην αυλή των προβάτων «ουχί διά της θύρας αλλά αναβαίνοντες αλλαχόθεν... », (Β' Τιμ. 3.13 - Ιωάν. 10,1-5). Με την αντικανονική αυτή συμπεριφορά και πράξη τους, τα μέλη αυτά της παράνομης και αντικανονικής αυτής Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, παρέβησαν το καθήκον τους και εγκλημάτησαν ηθελημένα κατά της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ Εκκλησίας και της Δικαιοσύνης Της. Την δικαιοσύνη εκείνη που «ο Κύριος εποίησεν, και εξετάζει τον δίκαιον και τον ασεβή», (Δευτ. 33,21 - Ψαλμ, 10,5).

 

Πρεσβύτερος ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ

Ορθόδοξoς Θεολόγος – Εκκλ/κός Συνήγορος

Επ/μος πρ/δρος Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΣΕ ΚΑΙ ΚΑΤΕΔΙΚΑΣΕ ΜΕ ΑΚΥΡΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ

Με ΑΚΥΡΗ συγκρότησή του, το Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο και με συνοπτική διαδικασία, (αν ήταν κάποιος άγαμος θα έκοβαν τον άλυσο να βρουν τρόπο να τον αθωώσουν) δίκασε και κατεδίκασε, έγγαμο οικογενειάρχη Ιερέα σε καθαίρεση, και τώρα καταγγέλεται για «Παράβαση καθήκοντος». Εάν δε η απόφαση είναι ΟΜΟΦΩΝΗ, τότε δύο εκ των μελών του, ενσυνείδητα, απέκρυψαν την αλήθεια, διότι συμμετείχαν σε άλλοτε συνεδρίαση Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, όπου, για την ίδια ακριβώς περίπτωση, υποβλήθηκε από την Υπεράσπιση ΕΝΣΤΑΣΗ ΕΞΑΙΡΕΣΕΩΣ του προέδρου. Κατά τον ισχύοντα ν.5383/32 λοιπόν «περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» στο άρθρο 24 προστίθεται διευκρινιστική προθήκη του ν. 1882/51 (άρθρ. 6, πρβλ, ν.326/45 άρθρ. 7, αρ. 2), όπου έτι διευκρινιστικά, στο ως άνω άρθρ. 24 του ισχύοντος ν.5383/32, αναφέρει ρητά και κατηγορηματικά, ότι: «Εφ' όσον χρόνον ο Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου κωλύεται δια την άσκησιν των καθηκόντών του εν τη Προεδρία του Δευτεροβαθμίου δια τους Αρχιερείς και λοιπούς Κληρικούς Δικαστηρίου, την Προεδρίαν του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου έχει ο πρώτος τη τάξει των Συνοδικών Αρχιερέων». Εν προκειμένω ενώ θα έπρεπε, στην συνεδρίαση της 23/2/2011, βάσει των διατάξεων του διευκρινιστικού άρθρου 6 του ν. 1882/51, του άρθρου 24 του ν.5383/32, την Προεδρίαν του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου, να την κατέχει «ο πρώτος τη τάξει εκ των Συνοδικών Αρχιερέων», όλως παρανόμως, την προεδρία κατείχε ο πρώτος τη τάξει των μελών του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου. Κατόπιν τούτου η συγκρότηση του εν λόγω Συνοδικού Δικαστηρίου της 23/2/2011 είναι ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ και ως εκ τούτου πάσχει ΑΚΥΡΟΤΗΤΟΣ ως και η ΑΠΟΦΑΣΗ του, προσέτι δε διότι δεν επιτρέπεται «άγνοια Νόμου» τα μέλη του ως άνω Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου είναι ένοχα για «Παράβαση Καθήκοντος».

Πρεσβύτερος ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ

Ορθόδοξoς Θεολόγος – Εκκλ/κός Συνήγορος

Επ/μος πρ/δρος Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος